ζαβλακώνω

ζαβλακώνω
1. δαμάζω, καταβάλλω
2. ζαλίζω, κάνω κάποιον διανοητικά ή σωματικά άτονο («τόν ζαβλάκωσε η αρρώστια»)
3. παθ. ζαβλακώνομαι
ζαλίζομαι, καταβάλλομαι από αρρώστια ή άλλη αιτία
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ζαβλακωμένος, -η, -ο
ζαλισμένος, αποβλακωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών ζαβώνω και βλακώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζαβλακώνω — ζαβλακώνω, ζαβλάκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζαβλακώνω — ζαβλάκωσα, ζαβλακώθηκα, ζαβλακωμένος, ζαλίζω, αποβλακώνω κάποιον: Ζαβλακώθηκε από τη ζέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαβλάκωμα — το [ζαβλακώνω] η ζαβλακωμάρα …   Dictionary of Greek

  • ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”